Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

MOMMA'S MAN

From the Producers of Half Nelson & Maria Full Of Grace
The best reviewed American independent film of 2008

«Μια πανέμορφη ταινία για την αγάπη, την ωριμότητα και το σύνδρομο του άντρα που παραμένει παιδί»
LOS ANGELES TIMES
«Η αποκάλυψη του 2008. Η καλύτερη ταινία με διαφορά»
VILLAGE VOICE
«Αυτό το φιλμ έχει κατασκευαστεί αποκλειστικά από προσωπικά δεδομένα, που δεν μπορείς ποτέ να φανταστείς τις συμπαντικές διαστάσεις του. Ο πραγματικός τρόμος του περάσματος στην ενήλικη ζωή»
NEWSWEEK
«Οξυδερκές, επιδραστικό, συγκινητικό, εκστατικό, απλά ένα από τα καλύτερα φιλμ της χρονιάς»
SALON
«Εφευρίσκει ξανά και ανανεώνει το λαβωμένο status του Sundance, αυτό το ιδιότροπο και λυτρωτικό οικογενειακό δράμα, σκηνθετημένο από τον Azazel Jacobs»
ENTERTAINMENT WEEKLY
«Ο ορισμός του ανεξάρτητου κινηματογράφου»
NEW YORK TIMES
«Εξετάζει θεμελιώδη ζητήματα με ένα χιούμορ που κόβει την ανάσα»
ROLLING STONE

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία-Σενάριο: Azazel Jacobs
Παραγωγοί: Hunter Gray, Alex Orlovsky
Δ.Φωτογραφίας: Tobias Datum
Μοντάζ: Darrin Navarro
Μουσική: Joe Rudge
Πρωταγωνιστούν: Matt Boren, Flo Jacobs, Ken Jacobs, Richard Edson, Dana Varon, Eleanor Hutchins
Διάρκεια: 94΄, Έγχρωμο

Η ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Το φιλμ υπήρξε η μεγάλη έκπληξη του Sundance Film Festival, το 2008 και στάθηκε η αφορμή για της επανασύνδεση της THINK Film με τους παραγωγούς Hunter Gray και Alex Orlovsky που οδήγησαν το εναλλακτικό χιτ «Half Nelson», μέχρι τα Όσκαρ του 2006.
Σε αυτή τη ζεστή, πνευματώδη και ευφυή κωμωδία, ο τριαντάρης Μίκι (Matt Boren) έρχεται στη Νέα Υόρκη για ένα επαγγελματικό ταξίδι και καταλήγει να μείνει στο σπίτι των γονιών του. Όταν η του εργασία του τελειώνει, αντί να γυρίσει στη γυναίκα και το νεογέννητο μωρό του, ο Μίκι βρίσκει μια δικαιολογία για να μείνει παραπάνω στο λοφτ των γονιών του. Αργότερα βρίσκει μια άλλη και μετά μια άλλη....
Κλεισμένος στο παιδικό του δωμάτιο, ο Μίκι αρχίζει να αναπολεί τη χαμένη αθωότητα, πριν το στρες και τις ευθύνες της ενήλικης ζωής. Αλλά λογαριάζει χωρίς το ξενοδόχο. Οι γονείς του γίνονται ανήσυχοι και δεν είναι εύκολο να δεχτούν τη συμπεριφορά του γιου τους. Καταλαμβάνονται από νευρική συμπεριφορά και αρχίζουν να τον νιώθουν σαν εισβολέα. Παράλληλα αυξάνεται η πίεση της δικής του νεόκοπης οικογένειας, που τον θέλει πίσω. Όλα αυτά απειλούν να καταστρέψουν το προσωρινό διάλειμμα του Μίκι, από τη πραγματικότητα.

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ AZAZEL JACOBS, ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ
«Η ταινία, ξεκίνησε από την ιδέα να καταγράψω το μέρος όπου μεγάλωσα. Σαν ένα ντοκιμαντέρ δωματίου. Η οικογένεια μου έμενε σ’ένα λοφτ στη Τribeca, στο κέντρο του Μανχάταν, για παραπάνω από 40 χρόνια. Η περιοχή αυτή κάποια στιγμή καταλήφθηκε από καλλιτέχνες και έγινε κάτι σαν το St. Moritz της διανόησης. Πρόσφατα το κτίριο αγοράστηκε από έναν νεαρό τραπεζίτη, που ετοιμάζεται να διώξει τους παλιούς ενοίκους. Είναι λυπηρό που άτομα της ηλικίας μου, λειτουργούν τόσο φασιστικά. Το μόνο που τους ενδιαφέρει, είναι το κέρδος.
Η συγκεκριμένη κατάσταση με λυπεί αφάνταστα και με αυτή τη ταινία, ελπίζω πως θα συμφιλιωθώ με το αναπόφευκτο. Θέλω να χρησιμοποιήσω το «Momma’s Man» σαν ένα είδος πασπαρτού, με σκοπό να επισκέπτομαι το χώρο όποτε και ότι ώρα θελήσω.
Το στόρι αφορά έναν συνομήλικο μου που ζει στη Καλιφόρνια, σαν κι εμένα, όπου επισκέπτεται τους γονείς του και αρνείται να φύγει. Ο ήρωας έχει εγκαταλείψει τη γυναίκα και το παιδί του, το οποίο δεν έχω κάνει εγώ και είναι άεργος, μια κατάσταση στην οποία δεν έχω περιέλθει ακόμη. Επίσης έχει αφήσει πίσω τα παιδικά του όνειρα, τα οποία δυστυχώς ή ευτυχώς εγώ κυνηγώ ακόμη.
Κατέληξα στην ιδέα να κάνω κάστινγκ στους φυσικούς μου γονείς για να παίξουν τους εαυτούς τους, διότι πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ άλλους ηθοποιούς να κοιμούνται στο κρεβάτι ή να τριγυρίζουν στη κουζίνα τους. Η ταινία αφορά τους γονείς μου προσωπικά, που δεν έχουν φυσικά υποκριτικές ικανότητες. Δέχτηκαν να παίξουν, σκεπτόμενοι ότι ο κακομαθημένος γιος τους, θέλει να τους βάλει σε ταινία. Ας του κάνουμε το χατίρι για τελευταία φορά.
Οι γονείς μου Flo και Ken Jacobs, είναι και οι δυο καλλιτέχνες, Η μάνα μου ασχολείται με τα εικαστικά και πατέρας με το κινηματογράφο. Αποτελούν μια ομάδα και δουλεύουν κυρίως για πάρτη τους. Οι φιλμικές κατασκευές και τα έργα τους, αποφεύγουν τη γραμμική αφήγηση, είναι περισσότερο αφαιρετικά διηγήματα που συναντιούνται με το θεατή στη μέση. Αυτό που εισπράττεις όταν τα βλέπεις, είναι ανάλογο του κατά πόσο επενδύεις στη θέασή τους. Φυσικά εδώ βρισκόμαστε στον αντίποδα της αφηγηματικής δομής των περισσότερων ταινιών, που ενδιαφέρονται να οδηγήσουν τον κεντρικό χαρακτήρα από το σημείο Α στο σημείο Ζ. Πέρασαν αρκετά χρόνια, αλλά τώρα μπορώ να πω μετά βεβαιότητας πως η βασική μου επιρροή, είναι τα φιλμάκια του πατέρα μου.
Για πρωταγωνιστή του «Momma’s Man», διάλεξα έναν χαρακτήρα που δεν διαθέτει φυσική καλλιτεχνική ικανότητα. Επιλέγει κατά κάποιο τρόπο να είναι «κανονικός». Η αρχική πρόθεση ήταν να τοποθετήσω αυτό το χαρακτήρα στη καθημερινότητα των γονιών μου και να παρακολουθήσω το ύφος και το είδος των αντιδράσεων.
Έγραψα το ρόλο του γιου τους, Μίκι έχοντας κατά νου τον Matt Boren, με τον οποίο είχα ξανασυνεργαστεί στη πρώτη μου μεγάλου μήκους, που είχε τίτλο «Nobody Needs to Know». Πίστευα από τη πρώτη μέρα πως μόνο αυτός, θα μπορούσε να διεκπεραιώσει ένα σενάριο που μιλά ελάχιστα, ενώ υπονοεί πολλά. Επίσης ο Matt Boren, έβαλε μέσα στο χαρακτήρα πολλά δικά του βιωματικά στοιχεία και το βασικότερο είναι ότι...μου μοιάζει αρκετά όταν ήμουν μικρότερος.
Για τους υπόλοιπους ρόλους είτε χρησιμοποίησα τα φυσικά πρόσωπα, είτε έφερα ηθοποιούς που έχουν ένα αποκλειστικά δικό τους στυλ. Με αυτό το τρόπο ήθελα να δημιουργήσω μια διασταύρωση πραγματικοτήτων, απ’όπου θα προέκυπταν ενδιαφέροντες καταστάσεις.
Όταν ξεκίνησα το μοντάζ, σοκαρίστηκα από τη διαπίστωση ότι το υλικό που διαμορφώνονταν ως βάση για τη τελική μορφή της ταινίας, παρέκκλινε τόσο πολύ από την αρχική ιδέα, που ήταν δύσκολο να το ελέγξω. Πήρα τηλέφωνο τη Ντίαζ (η κοπέλα μου στο Λος Άντζελες) και της ανακοίνωσα πως θα επεκτείνω για λίγο καιρό τη παραμονή μου στη Νέα Υόρκη. Ήδη έμενα στο σπίτι των γονιών μου από την αρχή της προετοιμασίας της ταινίας, δηλαδή τρεις μήνες περίπου. Η ζωή μου ήταν ακριβώς σαν του Μίκι και η σχέση μου με τη Ντίαζ περνούσε μια σκληρή δοκιμασία.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα για να πάω στη δουλειά και ξαφνικά το μισό μέρος του προσώπου μου ήταν μουδιασμένο, σαν να είχε παγώσει. Δεν μπορούσα να το κουνήσω. Οι γιατροί μου είπαν πως από το υπερβολικό άγχος είχα Bells Palsy, ή αλλιώς υστερική παράλυση. Στη ψυχιατρική επιστήμη οι γνώσεις περί της παθήσεως είναι ανύπαρκτες (ακόμα δεν έχουν καταφέρει να χαρτογραφήσουν πλήρως τη νόσο) και η μόνη ενδεδειγμένη λύση, είναι να μείνεις σε ένα μέρος μέχρι να περάσει. Απλά να μείνεις χωρίς να κάνεις κάτι ενεργητικό. Η Ντίαζ δεν άντεξε για πολύ και ήρθε να με μαζέψει. Πήγαμε πίσω στο Λος Άντζελες και έκανα 5 βδομάδες αποτοξίνωση από τη ταινία. Η παράλυση έφευγε σιγά-σιγά καθώς το φιλμ έπαιρνε τη τελική του μορφή και εξαφανίστηκε τελείως όταν το πρόβαλα για πρώτη φορά.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι δεν μπορείς να μάθεις απολύτως τίποτα για μια κατάσταση, αν δεν τη βιώσεις στο πετσί σου κυριολεκτικά».

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Το γεγονός που πυροδότησε τη δημιουργία της ταινίας, «Momma’s Man» ήταν η επίσκεψη του Azazel Jacobs, στο πατρικό του σπίτι. Συνηθισμένος στις γρήγορες ταχύτητες της επαγγελματικής του ζωής στο Λος Άντζελες, ξύπνησε μια μέρα και είδε τη μητέρα του να φτιάχνει ένα πλήρες πρωινό. Τότε σκέφτηκε την ψυχρότητα της ενήλικης ζωής και την σκληρότητα του αποχωρισμού μάνας-γιου. Αυτό που φαινόταν στην αρχή ως χαβαλεδιάρικη ιδέα, γρήγορα πήρε μια σοβαρή στροφή.
Ο Azazel Jacobs γνωρίστηκε με τον παραγωγό της ταινίας «Half Nelson», Alex Orlovsky, το 2005 στο Sundance. Οι δυο τους γνωρίζονταν αρκετά, καθότι μεγάλωσαν μαζί στη γειτονιά της Tribeca. Η συνάντηση αυτή ξύπνησε μνήμες και λίγο αργότερα ο Jacobs έδωσε στον Orlovsky κόπια από τη ταινία του με τίτλο «The Good Times Kid», που διαγωνίζονταν στο φεστιβάλ εκείνη την εποχή.
Το «The Good Times Kid» φτιάχτηκε με το ποσό των 10.000 δολαρίων και συμμετείχαν συνολικά 12 άτομα, συνεργείο και ηθοποιοί μαζί. Αφού το είδε ο Orlovsky, εντυπωσιάστηκε από το στόρι και τις συνθήκες παραγωγής. Σύντομα πρότεινε να κάνουν την επόμενη ταινία μαζί. Σκηνοθέτης και παραγωγός ξεκίνησαν γρήγορα κάστινγκ σε ηθοποιούς, αλλά σύντομα κατέληξαν πως οι Flo και Ken Jacobs, είναι οι ιδανικοί για να παίξουν τους γονείς του ήρωα.
Όπως είναι φυσικό οι περισσότεροι χορηγοί και εταιρίες παραγωγής, έχασαν το ενδιαφέρον τους για μια ταινία που δεν είχε ούτε ένα σταρ, για δείγμα. Με τη σκέψη ότι θα κάνουν ένα χαμηλού προϋπολογισμού φιλμ με τους φυσικούς γονείς του σκηνοθέτη για πρωταγωνιστές, ο Orlovsky στράφηκε στην Artists Public Domain (APD), έναν κοινωφελή οργανισμό καλλιτεχνών. Το συμβούλιο της APD, υιοθέτησε το πρότζεκτ και συμφώνησε αμέσως να το χρηματοδοτήσει.
Ταυτόχρονα με όλη αυτή τη διαδικασία, το σενάριο συνέχισε να εξελίσσεται και περνούσε από εξονυχιστικό χτένισμα. Εκτός από τον Alex Orlovsky, η APD όρισε δυο δικούς της παραγωγούς, τον Hunter Gray και τον Paul Mezey που λειτουργούσαν ως επιμελητές. Για τον Azazel Jacobs, ήταν η πρώτη φορά που δούλευε με ομάδα παραγωγών και του πήρε λίγο καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσει τις αναμεταξύ τους σχέσεις και να προσαρμοστεί δημιουργικά.
Πολλά περιστατικά που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, αποδείχτηκαν ευεργετικά. Τα γυρίσματα σε μικρούς, στενούς χώρους, που μέρος του συνεργείου μόλις και μετά βίας χώραγε, σημαίνει πως δεν υπάρχει χρόνος για μεγάλες λήψεις, ενώ τα κουστούμια πρέπει να τα φορούν οι ηθοποιοί συνέχεια. Επίσης είχε αποφασιστεί τα γυρίσματα να γίνουν με χρονολογική σειρά. Αυτό το τελευταίο βοηθούσε πολύ τους γονείς του Azazel να ανταποκριθούν, διότι δεν είχαν πείρα. Αν και είχαν μακροχρόνια επαφή με τη φιλμική διαδικασία, ήταν η πρώτη φορά που έπαιζαν μπροστά από τη κάμερα. Αυτός ο τρόπος κινηματογράφησης τελικά βοήθησε και τον Matt Boren, να εισχωρήσει πιο εύκολα στις απαιτήσεις του ρόλου. Να καταδυθεί δηλαδή, στη παιδική ηλικία του σκηνοθέτη.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Azazel Jacobs συγκεντρώθηκε απόλυτα στην σκηνοθετική διαδικασία, δίχως να τον απασχολούν πια όλες οι παράμετροι της παραγωγικής διαδικασίας, κάτι που συνέβαινε συνέχεια στο παρελθόν. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να εξερευνήσει πράγματα που ο ίδιος ήθελε. Ήταν μια εμπειρία ζωής που ο ίδιος ο σκηνοθέτης, θέλει να την ξαναζήσει ξανά και ξανά.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

AZAZEL JACOBS
Γεννήθηκε το 1972 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και είναι γιος του avant-guard κινηματογραφιστή Ken Jacobs.όπως είναι φυσικό από μικρός περιβάλλονταν από σημαντικούς και καινοτόμους καλλιτέχνες. Σπούδασε κινηματογράφο στο SUNY Purchase και αποφοίτησε το 1995. Η πτυχιακή του ταινία «Kirk and Kerry» κέρδισε το βραβείο καλύτερης μικρού μήκους στο Slamdance Film Festival το 1998. Το 1999 μετακόμισε στο Λος Άντζελες για να παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα για νέους σκηνοθέτες, που οργάνωσε το American Film Institute. Καθώς έπαιρνε το δίπλωμά του έκανε ένα πειραματικό βίντεο, με τίτλο «Nobody Needs to Know», το οποίο συμμετείχε στο Rotterdam Film Festival, το 2003.
Η πρώτη του μεγάλου μήκους, το «The Good Times Kid» ήρθε δυο χρόνια αργότερα και έκανε πρεμιέρα στο Λος Άντζελες, στο πλαίσιο του AFI Film Festival. Η ταινία γράφτηκε από κοινού με τον μεξικάνο σκηνοθέτη Gerardo Naranjo, που μετά από λίγο σκηνοθέτησε την μεγάλη indie επιτυχία «Drama/Mex». Στο πλατό αυτής της ταινίας ο Azazel Jacobs γνώρισε την πρωταγωνίστρια Sara Diaz, με την οποία είναι αρραβωνιασμένοι μέχρι σήμερα. Αυτό το σούπερ low budget φιλμ, εκθειάστηκε από τη κριτική, με αποτέλεσμα η εφημερίδα New York Post να την τοποθετήσει μέσα στις Top 10 ταινίες του 2007. Το περιοδικό Filmmaker Magazine, που υποστηρίζει σταθερά τον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο, έχει κατατάξει τον Azazel Jacobs το 2008, ανάμεσα στους 10 καλύτερους νέους σκηνοθέτες της χώρας.

MATT BOREN
Σπούδασε υποκριτική και σενάριο στο NYU Tisch School of the Fine Arts. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Φράμινγκτον και μεγάλωσε με δυο γονείς που είχαν εμμονή με τις σαπουνόπερες. Η μητέρα του παρακολουθούσε το σήριαλ «General Hospital», με θρησκευτική ευλάβεια και ο μικρός Matt ερωτεύτηκε τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, Anna Devane. Στα 9 του χρόνια φαντασιωνόταν πως ήταν ο άμεσος συνεργάτης της διάσημης τηλέ-ντετέκτιβ. Έχοντας αποκτήσει εθισμό στο χαρακτήρα της Anna Devane, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός με σκοπό κάποτε να της συντήσει...Έχει παίξει δεύτερους ρόλους σε αναρίθμητα σήριαλ των καναλιών CBS και HBO. Έχει γράψει ένα «πιλότο» για μια τηλεοπτική σειρά που δεν έγινε ποτέ, ενώ συμμετέχει χρόνια σε παραστάσεις παιδικού θεάτρου. Είναι η δεύτερη φορά που συμμετέχει σε ταινία του Azazel Jacobs, αφού η πρώτη ήταν στο βίντεο «Nobody Needs to Know».

FLO, KEN JACOBS
Οι γονείς του Azazel είναι και οι δυο καλλιτέχνες. Η Flo είναι ζωγράφος και ο Κen είναι avant-guard σκηνοθέτης, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50. Μαζί με τον Stan Brakhage τον Jonas Mekas και τον Peter Kudelka, τα φιλμ του Ken Jacobs αναδεικνύουν το καινοτόμο πνεύμα του πειραματικού σινεμά. Οι ταινίες του: «Blond Cobra» (1960), «Tom, Tom, The Piper’s Son» (1969), «Star Spangled to Death» (1959-2003) και «Razzle Dazzle» (2006), έχουν παρουσιαστεί σε φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, του Βερολίνου, του Ρότερνταμ και έχουν λάβει πλήθος βραβείων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: